Ο βουβός πόνος της κακοποίησης μου

Γράφει η Νούλα Χρυσοχοϊδου


Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η αγαπημένη μου στήλη στα περιοδικά της εποχής μου ήταν εκείνα που είχαν τον τίτλο «αληθινές ιστορίες αγάπης και έρωτα». Μου άρεσαν πάντα να τα ξεφυλλίζω αλλά αυτές οι ιστορίες με έκαναν να νιώθω ζωντανή! Οι ιστορίες άλλων ανθρώπων. Ζωές με πολλά βάσανα, πόνο, κλάμα, άνθρωποι που υποφέρουν για λόγους άλλες φορές υπερβολικούς και άλλες φορές ανούσιους, βουτηγμένες στον έρωτα, με ενοχές και υπερβολές, λες και θέλουν να τις μοιραστουν νιώθωντας ότι έτσι μειώνουν τον πόνο της ψυχής τους. Ένα βίτσιο!!! Να ζήσω τη ζωή τους, να μπώ στο μυαλό τους για πέντε λεπτά, να νιώσω τον πόνο τους και μετά να αποχωρήσω μέσα στην ασφάλεια της δικής μου ονειρικής ύπαρξης.
 Δεν χαιρόμουν φυσικά αντιθέτως έκλαιγα νιώθωντας ανακούφιση που δεν συνέβαιναν σε εμένα γιατί εγώ ένιωθα ασφαλής μέσα στον δικό μου κόσμο. Μόνο που δεν καταλάβαινα οτι κι ο δικός μου κόσμος ήταν φτιαγμένος από γυαλί. Ένα γυαλί που εύκολα μπορεί να ραγίσει και να γίνω κι εγώ μια ιστορία σε ένα περιοδικό φτιαγμένη στα μέτρα του αναγνώστη. Από την μία θαύμαζα που είχαν εκείνη την αόρατη δύναμη να ξεπερνούν τα εμπόδια που τόσο εύκολα έβαζε το σύμπαν μπροστά τους και παρόλα τα τραύματα του κορμιού τους αλλά και της ψυχής τους μπορούσαν να σηκωθούν να βαδίσουν ξανά και να ευτυχήσουν. Ήταν οι ιστορίες άλλων ανθρώπων γραμμένες με μελανά χρώματα, πονεμένα παραμύθια της Χιονάτης ή της Σταχτοπούτας, αλλά με μια αχτίδα φωτός στο βάθος να αχνοφαίνεται και να δίνει ένα λευκό αθώο τέλος.
Είναι δυνατόν όλα αυτά να βρίσκονται στη σφαίρα του εξωπραγματικού; Είναι η ζωή της διπλανής μου πόρτας μα ποτέ δεν θα είναι η δική μου σκεφτόμουν. Μα τι χαζή που είμαι; Η δική μου ιστορία θα είναι μόνο με ζωηρά χρώματα, μόνο με αγάπη και όμορφα συναισθήματα. Κι όμως δεν άργησε να γίνει και η δική μου ιστορία μια από αυτές που διαβάζετε σαν τα παραμύθια σε αυτές τις στήλες των περιοδικών. Ας το πάρουμε από την αρχή αλλά λίγο σύντομα....
Τότε τον ερωτεύτηκα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έκανε να τον ερωτευτώ. Οι καλοί του τρόποι, η εμφάνιση του, τα μάτια του, τα γλυκά του λόγια, η ζωή που φαντάστηκα μαζί του, η οικογένεια που ήρθε με ανορθόδοξο τρόπο. Φυσικά, δεν μετάνιωσα ποτέ για τα παιδιά που απέκτησα μαζί του. Τρία καμάρια. Τρείς ψυχές δικές μου. Αίμα από το αίμα μου και από το δικό του. Πάντα υπήρχαν προβλήματα που έκανα ότι δεν τα έβλεπα, που δεν ήθελα να πιστέψω ότι αυτά θα μας χωρίσουν. Κι όμως με τον καιρό ήρθε η ρήξη, πάλι όμως έκανα τα στραβά μάτια. Έλεγα θα περάσει κι αυτό, κάνε υπομονή, κάνε πίσω, κι άλλο...λίγο ακόμα...μα πάλι εγώ θα κάνω πίσω;;;
Δεν άντεξα άλλο μετά από επτά χρόνια σχέσης-κοινής συμβίωσης και πολλών βασάνων, δε θέλω να κάνω πίσω, δε θέλω έναν άνθρωπο δίπλα μου που δεν σεβάστηκε τα θέλω μου, που δεν καταλάβαινε από τις κουβέντες και από τις άπειρες συζητήσεις ότι δεν...δεν...μα δεν...που ήταν όταν εγώ ξενυχτούσα ψάχνοντας λύσεις στα προβλήματα μας, που ήταν όταν εγώ ήθελα μια αγκαλιά και ένα χάδι από εκείνον, που ήταν όταν έκλαιγα γιατί δεν άντεχα πλέον απογοητευμένη και κουρασμένη από όλους! Και τι ζητούσα; Κατανόηση...... Μα κι αυτήν δεν την έβρισκα πουθενα. Και τι άλλο να ζητήσεις από έναν άνθρωπο δίπλα σου τόσα χρόνια, τίποτα διαφορετικό, ένα άγγιγμα, έναν καλό λόγο, μια αγκαλιά, μια συζήτηση, μια όμορφη στιγμή. Κι αυτός πως σου φέρθηκε; Με τον χειρότερο τρόπο. Σε κακοποίησε. Εκεί έφτασε η χάρη του. Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά η δεύτερη φορά μέσα σε μόλις μια εβδομάδα.
.....27 Δεκέμβρη...μόλις γυρίσαμε με τα παιδιά. Καλεσμένη για έναν γρήγορο καφέ σε φιλικό σπίτι και αποφασίζω να πάω. Η συζήτηση γρήγορα κατέλειξε σε έντονο καυγά αλλά ευτυχώς τα παιδιά δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Που θα πάς με ρώτησε. Του είπα ότι θα πιω έναν γρήγορο καφέ στο σπίτι μιας φίλης που γνώριζε πολύ καλά. Και τι ώρα θα γυρίσεις, ήταν η επόμενη ερώτηση του με επιτακτικό λόγο και ύφος. Μα δεν μπορούσα να απαντήσω του είπα αλλά δεν θα αργήσω. 
-Να μου φέρεις τσιγάρα σε μια ώρα.... Άκου να σου πω(!) συνέχισα, δεν έχω χρονοδιακόπτη πάνω μου, βγες και πάρε μόνος σου.
-Δεν θα πάρεις το αυτοκίνητο...
-Δεν το χρειάζομαι θα πάω με τα πόδια( που μεταξύ μας η διαδρομή που έπρεπε να περπατήσω ήταν περίπου τρία χιλιόμετρα να πάω και άλλα τρία να γυρίσω)...συνέχισα...θα με φέρει η φίλη μου μετά με το δικό της αυτοκίνητο είπα, δεν πειράζει δεν το χρειάζομαι...
-(Σκέφτηκε) Όχι πάρτο, πάρτο....δείχνοντας ένα άλλο πρόσωπο λες και ήταν διπολική προσωπικότητα.
Πέταξα τα κλειδιά προς το μέρος του και του είπα ότι δεν είναι ανάγκη και έκλεισα την πόρτα.
Και από εκεί ξεκίνησε ο φόβος και ο τρόμος......
Άνοιξα το φως από τον διάδρομο της οικοδομής και ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια όταν άκουσα έντονα βήματα και φωνές από πίσω μου. Ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να με τραβάει πολύ βίαια κι εγώ να αντιστέκομαι.
-Ανέβα πάνω τώρα, φώναζε.
-Εγώ τραβιόμουν με όση δύναμη μου είχε μείνει και με φόβο και έντονους χτύπους λες και ξεριζωνόταν η καρδιά μου. Άφησε με του έλεγα,  μα εκείνος τίποτα δεν έκανε πίσω. Ίσα ίσα που μπόρεσα να ξεφύγω και με άρπαξε με τα δύο του χέρια να με ταρακουνάει και να προσπαθεί με το ζόρι να με ανεβάσει στο σπίτι. Και εκεί που προσπαθούσα να ξεφύγω από τη μανία του και από τα χέρια του που ένιωθα να τρυπάνε το μπουφάν μου...τότε...πήγε να με ρίξει από τις σκάλες...δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να νιώθεις ότι προσπαθούν να σε σκοτώσουν. Ήταν η στιγμή που είχε κλείσει το φώς. Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα πως πιάστηκα από τα κάγκελα την ώρα που έπεφτα από τις σκάλες. Λες και κάποιος με άρπαξε και με κράτησε όρθια. Ένας άγγελος, ο δικός μου άγγελος που προσπαθούσε να με γλιτώσει από έναν τραυματισμό ή ακόμα χειρότερα από μια εσκεμμένη ή όχι δεν έχει σημασία πια,... "δολοφονία" μου. Έτσι νιώθω κι έτσι ένιωθα τότε, ίσως πιο έντονα!
Τρέχοντας βγήκα από την οικοδομή. Όμως δεν ήμουν τυχερή γιατί πίσω μου ήταν κι αυτός. Με άρπαξε με τα χέρια του και με πήγαινε πέρα δώθε λέγοντας με να ανέβω τώρα πάνω. Αυτό ήταν. Κάτι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να ζήσω. Πάτα γερά στα πόδια σου. Ώρα να αντισταθείς. Πρέπει να ζήσεις. Πρέπει να το κάνεις για τα παιδιά σας. Τα παιδιά...άραγε να έχουν καταλάβει τίποτα; Να έχουν ακούσει κάτι; Ήθελα να φωνάξω δυνατά αλλά φοβόμουν τόσο πολύ, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα, όλα γίνανε σε κλάσματα δευτερολέπτων.
-Φύγε!!Άφησε με, φώναξα. Θα σε καταγγείλω στην αστυνομία. Θα σε κλείσω μέσα. Παράτα με...Άφησε με επιτέλους!!!!!
Αυτό είναι. Φοβήθηκε. Έκανε πίσω κι εγώ έτρεξα να μπω στο αυτοκίνητο με μόνο μια σκέψη....Τα παιδιά μου...τι θα γίνουν τα παιδιά μου. Τίποτα. Αυτός από πίσω μου δεν με αφηνε να κλείσω την πόρτα του αυτοκινήτου. Φώναζε ότι θα αυτοκτονήσει με μαχαίρι μπροστα στα παιδιά, ότι θα κόψει τις φλέβες του μπροστά τους. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο άνθρωπος που έζησα τόσα χρόνια μαζί του ήθελε να κάνει τέτοιο κακό μπροστά στα παιδιά μας. Πως μπόρεσε να ξεστομίσει τέτοια κουβέντα; Είναι δυνατόν να θέλει να κάνει κάτι τέτοιο στα παιδιά μας; Στα αγγελούδια μας... Κι όμως, μόνο ένας ανώριμος, ανώμαλος αλλά και κακός ανθρωπος θα το σκεφτόταν.
Με βία έκλεισα την πόρτα λεγοντας του ότι έτσι και  τα πειράξει θα τον καταστρέψω, θα τον σκοτώσω...θα τον κάνω να μετανιώσει, να μαρτυρήσει....Μα πως έφυγα; Πως τον άφησα μαζί τους;  Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο παρά μόνο να ξεφύγω από τον ίδιο. Να γλιτώσω! Δεν κατάλαβα πότε βγήκα από το γκαράζ, πότε έφτασα μακριά, ήθελα να ξεφύγω από την μανία του. Φοβόμουν τόσο πολύ για τη ζωή μου. Φοβόμουν ότι θα μου κάνει κακό. Ότι θα με σκοτώσει, ναι θα με σκοτώσει...αλλά δεν πίστευα ότι θα έκανε κακό, όχι, όχι στα παιδιά μας, όχι δεν ήθελα. Οδηγώ. Το τηλέφωνο μου χτυπάει συνεχώς, όσο μπορούσα να δω την οθόνη του κινητού μου ήταν κλήσεις από τον ίδιο. Δεν ήθελα να το σηκώσω το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω μακριά! Το σήκωσα και άρχισα να φωνάζω οτι είναι ανώμαλος, ότι θα με σκότωνε, ότι, ότι, ότι.... ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες κουβέντες του είπα και του το έκλεισα. Τέλος. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα. Αηδίασα. Ένιωθα βρώμικη, κακοποιημένη! Ένα απέραντο κενό μνήμης. Έσβησα αναμνήσεις, όμορφες στιγμές, το μόνο που ήθελα ήταν να τον χτυπήσω με όλη την δύναμη μου, να τον σβήσω από το μυαλό μου.
Το τηλέφωνο μου χτυπούσε ξανά και ξανά και ξανά Θεέ μου πότε θα κλείσει(!), όχι άλλο αλάτι στις πληγές μου, εγώ προσπαθούσα να οδηγήσω και να φύγω μακριά όσο πιο μακριά γίνεται. Με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να πάρω τηλέφωνο τη φίλη μου και να την πώ να βγεί έξω από το σπίτι της ΤΩΡΑ γιατί κάτι είχε συμβεί.Της το έκλεισα. Δεν κατάλαβα πότε είχα φτάσει στην άλλη άκρη της πόλης έξω από το σπίτι της. Έτοιμη να πάω στην αστυνομία να καταγγείλω ότι με κακοποίησε συναισθηματικά, ψυχικά, σωματικά...θα με σκότωνε...ακούτε(;) θα με σκότωνε ο άνθρωπος που του χάρισα τρία παιδιά και επτά χρόνια κοινής συμβίωσης!!! Ναι θα με σκότωνε! Με τρόμο στα μάτια μου και με τρεμάμενη φωνή, ένιωθα τα χέρια μου σαν ξύλα να μην μπορούν να αλλάξουν ταχύτητα, να μην μ΄ακολουθούν...Φοβάμαι, τρέμω, πονάω...Χριστέ μου τα παιδιά μου άραγε είναι καλά; Προστάτεψε τα. Μην τα αφήνεις στο έλεος του. Το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια. Το σήκωσα για τελευταία φορά, αυτό είπα στον εαυτό μου. Ήταν εκείνος που με παρακαλούσε να μην τον καταγγείλω ότι δεν θα το ξανακάνει, ότι καταλάθος, δεν ήθελε...Από αυτά που λένε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι ΑΝΤΡΕΣ!
Άκουσε ότι δεν άκουσε μέσα στα επτά αυτά χρόνια. Τον έβρισα, τον καταράστηκα αν αγγίξει τα παιδιά μας. Είπα, είπα, είπα...δεν τον ξέπλενε τίποτα εκείνη την στιγμή. Του είπα να φύγει από το σπίτι. Η φίλη μου προσπαθούσε να με ηρεμήσει αλλά μάταιως κόπος. Τι να ηρεμήσει; Έτσι πως ήμουν τίποτα δεν μπορούσε να με μεταπείσει ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να μείνει εκεί μέσα ανάμεσα μας, να φύγει από το σπίτι μας, δίπλα από τα παιδιά μας, από εμένα ήδη είχε φύγει, το είχα αποφασίσει πριν πολύ καιρό αλλά μετά από αυτή την σταγόνα το ποτήρι ξεχείλισε.
Νόμιζα ότι ήμουν ευτυχισμένη, ικανοποιημένη, ότι είχα φίλους, δικούς μου ανθρώπους που με καταλάβαιναν τόσο καιρό, που τους έλεγα οτι είχα προβλήματα μαζί του. Αλλά όχι. Τελικά ήμουν μόνη μου. Έπρεπε να το καταλάβω νωρίτερα. Αλλά ξέρετε πως είναι, νομίζεις μέσα στην καθημερινότητα της ζωής σου ότι έχεις φίλους γύρω σου...... Είναι ο άγγελος, ο καλός άνθρωπος έξω στην κοινωνία, ο ήσυχος οικογενειάρχης που δεν φαντάζεται κανείς τι θα μου έκανε...Δεν πρόκειται όμως να το αφήσω έτσι. Η ζωή είναι δική μου και των παιδιών μας. Δεν θα το ξαναζήσω!!! Δεν θα το επιτρέψω!!!
Το "τέλος" δεν έχει έρθει ακόμα...αλλά σύντομα...το σίγουρο είναι ότι δεν τον κατείγγειλα τότε, τον λυπήθηκα; δεν ξέρω μάλλον λυπήθηκα τα παιδιά μας και ότι θα ζήσουν καταστάσεις δύσκολες αν μάθαιναν ότι ο πατέρας τους έφτασε στο σημείο αυτό αλλά ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται να μ΄αγγίξει ποτέ, ότι ο Θεός θα του δώσει το μάθημα του...και θα ζήσει με τις ενοχές του!
Είμαι η Ναυσικά, ετών 31, μητέρα τριών παιδιών κακοποιημένη σωματικά, βιασμένη συναισθηματικά...τρομαγμένη αλλά ελεύθερη πια.....




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

H εξομολόγηση....

Υπό το φως του ενδυματολογικού κώδικα των επιχειρήσεων

Γραμμένο το "κίτρινο" της έλξης. Μ΄ακούς;