Χάνομαι στα βάθη του ωκεανού

Γράφει η Νούλα Χρυσοχοϊδου

Φώτα, άλλα να με προσπερνούν και άλλα να μένουν εκεί και να με κοιτούν τρεμοσβήνοντας. Νιώθω
το κρύο αεράκι στο πρόσωπο μου , πονάω...μ΄ακούς;;; Πονάω!!!
Πόσο ακόμα Θέε μου θα αντέξω; Πόσο αναρωτιέμαι...
Είναι η κόλαση τόσο κρύα;
Νιώθω μόνη, περπατάω, γύρω μου κίνηση, κοσμος, χαμόγελα και φωνές διάχυτες. Κι εγώ μόνη...
Θέλω να ξεχάσω, να ξεχάσω τις στιγμές, τα όνειρα, τις ελπίδες, τους ήχους...
Θέλω να ξεχάσω το άγγιγμα...
Θέλω να ξεχάσω...

Κοιτάω ψηλά και νιώθω τις στάλες της βροχής να πέφτουν στο πρόσωπο μου και να γίνονται ένα με τα δάκρυα μου, μα δεν ακούς τίποτα άλλο. Κρύβω τους λιγμούς μου με τα χέρια μου. Δεν θέλω να με δει κανείς. Δεν θέλω να με λυπηθείς κόσμε. Για μια ακόμα φορά προδόθηκα. Για μια ακόμα φορά είχες δίκιο ζωή. Ανεκπλήρωτη θα μείνεις. Ας είσαι γυναίκα, φέρεσαι σκληρά.  Σαν σιδηρά κυρία στέκεσαι και ορίζεις την μοίρα. Δεν μαρτυράς, δεν νιώθεις την ανάγκη μου, δεν ακούς την καρδιά μου να χτυπά. Δεν ακούς ή δεν θέλεις ν΄ακούσεις; 
Τι σημασία έχει όμως; Και να μ΄ακούσεις αυτό που θέλεις θα κάνεις. Δεν δίνεις δεκάρα για τα θέλω μου. Πήρες μακριά στους πέντε ανέμους όλα τα αγαπημενα μου πρόσωπα και μ΄άφησες μονάχη. Μ΄έβαλες στη μέση του ωκεανού και μ΄αφησες να παλέψω με τεράστια κύμματα. Λες και εσύ δεν έκανες λάθος επιλογές ποτέ. Και ακόμα κολύμπαω ανάμεσα στα κύμματα, μα στέλνεις κι άλλα μεγαλύτερα. Τι σου έκανα και δεν γαληνεύεις την επιφάνεια του; Γιατί δεν μου δίνεις λίγο από αυτή την ηρεμία; Άλλες φορές με πνίγει το νερό που φτάνει στο στόμα μου κι άλλες ανεβοκατεβαίνω σαν ένα μπουκάλι έτοιμο να βυθιστεί στον πάτο σου. 
Στα βάθη του ωκεανού μου, στα βάθη της ψυχής μου βρίσκεσαι και παραμιλάς. Προσπαθώ μα δεν σ΄ακούω. Και λες οτι ο χρόνος θα δείξει. Τι να δείξει ο χρόνος μάτια μου; Αυτός είναι μόνο για να γιατρεύει πληγές λένε, αλλά δεν το κάνει απλά τις στέλνει στα βάθη της ψυχής μας για να μας ανακουφίσει. Είναι ψεύτης. Είναι άντρας. Μην τον πιστεύεις. Κάποτε θα σε ανεβάσει πάλι στον αφρό για να σε ταρακουνήσει. Για να σου θυμίσει τι ένιωσες. Τι έκρυψες. Τι θέλησες. Τι αναζήτησες. Τι δεν κατάφερες ν΄αποκτήσεις. 
Αυτά σε φοβίζουν. Τι όνειρα και ελπίδες θα ανασύρει ο ωκεανός και θα ξεβγάλει στην ακτή του.
Μα όσο και να θέλεις να συμβεί, κάτι άλλο θα υπάρχει παντα να σε πνίγει. Η φωνή, το άγγιγμα, το μήνυμα, ο κόσμος σου ολόκληρος ένιωσες να χάνεται. Κι εσύ εκεί στέκεσαι στον δρόμο. Και δεν ακούει κανείς τις κραυγές που βγάζεις. Λιγμοί βγαίνουν από το στόμα σου και τα δάκρυα σου χύνονται στα μάγουλα σου. 
Γιατί, φωνάζεις! Γιατί;;;;;;;;
Όνειρα απατηλά.
Όνειρα απλά.
Άνθρωποι που δεν σε κοιτούν. Άνθρωποι που σε προσπερνούν. Δεν ακούν. Δεν νιώθουν τον πόνο σου. Αδιαφορούν, δικαίως, γιατί δεν σε ξέρουν. Κι εσύ συνεχίζεις να περπατάς και να σκέφτεσαι πόσο ακόμα θα πνίγεσαι απο τις σταγόνες τις βροχής(;) Τρέχεις να προλάβεις, μα σ΄έπιασε η μπόρα και βρίσκεσαι στη μέση της καταιγίδας, γιατί ολοένα και δυναμώνει. Δυναμώνει και νιώθεις να πέφτει σαν σίδερο στο κορμί σου. Και να! Σταματάς να κινείσαι και η ανάσα σου δεν ακούγεται πια. Δεν μπορείς να κουνηθείς, αυτό νιώθεις, κι ας κινούνται όλα τ΄άλλα γύρω σου. Εσύ εκεί! Ακούνητη!!!
Σήκω, ξεκίνα, διατάζεις το κορμί σου. Μα εκείνο δεν ακολουθεί απλά στέκεται εκεί και νιώθει να χάνεται, να χάνεται στα βάθη του ωκεανού. Και είναι το χρώμα μαύρο. Και είναι τα λόγια πικρά. Και πονάς.....
Γιατί είσαι εσύ που αγαπάς...
Γιατί είσαι εσύ που προδόθηκες...
Γιατί είσαι εσύ που ένιωσες...
Γιατί αγάπη μου....γιατί;;;;





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Υπό το φως του ενδυματολογικού κώδικα των επιχειρήσεων

H εξομολόγηση....

Γραμμένο το "κίτρινο" της έλξης. Μ΄ακούς;